ανθοβολώ

ανθοβολώ
-ησα, -ημένος
1. μτβ., ραντίζω κάποιον με λουλούδια: Το στρατό που έφευγε τον ανθοβολούσαν.
2. αμτβ., είμαι γεμάτος άνθη: Οι λεμονιές κι οι πορτοκαλιές ανθοβολούσαν.
3. σπν., ρίχνω τα άνθη μου: Μερικές πρώιμες αμυγδαλιές είχαν ανθοβολήσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανθοβολώ — ( άω) (Α ἀνθοβολῶ, έω) 1. ραίνω, στολίζω με άνθη 2. βγάζω λουλούδια, ανθίζω νεοελλ. 1. είμαι σε ανθοφορία, λουλουδιάζω 2. ρίχνω τα λουλούδια μου, ανθορροώ …   Dictionary of Greek

  • ανθοβόλημα — το βλ. ανθοβόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • ανθοκοπώ — είμαι γεμάτος λουλούδια, ανθοβολώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”