- ανθοβολώ
- -ησα, -ημένος1. μτβ., ραντίζω κάποιον με λουλούδια: Το στρατό που έφευγε τον ανθοβολούσαν.2. αμτβ., είμαι γεμάτος άνθη: Οι λεμονιές κι οι πορτοκαλιές ανθοβολούσαν.3. σπν., ρίχνω τα άνθη μου: Μερικές πρώιμες αμυγδαλιές είχαν ανθοβολήσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.